DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
vastlopen v
gen. κόλλημα
commun., el. απόλυτος περιοριστής
fish.farm. μπλέκω; σκαλώνω
mech.eng. κολλώκινητήρας; σφηνώνω
transp., mech.eng. μάγκωμα; να μαγκώσει; εμπλοκή; να εμπλακεί; να κολλήσει
vastgelopen v
life.sc., construct. φρακαρισμένος καταδυόμενος κύλινδρος
vastlopen
: 16 phrases in 5 subjects
Chemistry1
Coal1
Electronics2
Mechanic engineering6
Transport6