DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
vaste stuwstof
chem. στερεό καύσιμο; στερεά προωθητική ύλη
industr. στερεό προωθητήριο; στερεό προωθητικό
tech. στερεό προωθητικό καύσιμο/στερεή προωθητική ουσία