DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
uitvloeier m
agric. φορεύς; διαβρεκτικό
chem. ουσία ύγρανσης; αντιδραστήριο διαβροχής; διαβρεκτικό προϊόν; ουσία μουλιάσματος
uitvloeiers m
agric., chem. προσθετικόν; βοηθητική ουσία; επίκουρον; επικουρικό; επικουρική ουσία; προσθετικαί ουσίαι