DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
uitstulping f
construct. εξέχον στήριγμα από σκυρόδεμα; ήβωμα από σκυρόδεμα
mech.eng. διεύρυνση κεφαλής κοπτικού οδόντος φρέζας με κύλιση πρώτου περάσματος
met. κύστη
uitstulping
: 5 phrases in 4 subjects
Chemistry1
Electronics1
Health care1
Life sciences2