DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
uitspoelen v
gen. Κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής
environ. έκπλυση
life.sc. έκπλυσις εδαφικού υλικού; απόπλυση; έκπλυσις
life.sc., agric. συστηματική αφαίρεσις άλατος
transp., mech.eng. καθαρίζω με άφθονο νερό
uitspoelen
: 3 phrases in 3 subjects
General1
Industry1
Medical1