uitsleep | |
agric. | μεταφορά δι'ολισθήσεως |
agric. mech.eng. | μετατόπισις |
social.sc. transp. agric. | μεταφορά |
transp. agric. | μεταφορά ξυλείας |
mede | |
agric. | οινόμελο |
| |||
μεταφορά δι'ολισθήσεως | |||
μετατόπισις | |||
μεταφορά | |||
μεταφορά ξυλείας | |||
| |||
εκχύλιση; εξαγωγή |
uitsleep met behulp van : 2 phrases in 1 subject |
Agriculture | 2 |