DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
uitschot n
agric. ξυλεία υπολειμμάτων πρίσεως
agric., mater.sc. αποικοδομημένο προϊόν
met. απορριφθείς
tech., industr., construct. κοπή χαρτιού κατά την παραγωγική διαδικασία
tech., wood. υπόλοιπα; έκτη διαλογή; απορρίμματα; σκύβαλα
uitschotten n
fin. δαπάνες; εκταμιεύσεις
uitschot
: 3 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Marketing2