DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
uitschieter m
stat. εκκεντρική παρατήρηση
uitschieter adj.
gen. εκτροπή ισχύος
el. αιχμή
stat., scient. βιασμός
uitschieten adj.
coal. διάρκεια χρήσης; χρήση
transp. παροιακίζω
uitschieters adj.
IT, el. κορυφές τάσης
stat. ακραίες τιμές
stat., scient. παρεκτρεπόμενη τιμή
uitschieter
: 1 phrase in 1 subject
Statistics1