DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
uitschieten v
transp. παρατιμονιάζω
uitschieten adj.
coal. διάρκεια χρήσης; χρήση
transp. παροιακίζω
uitschieter adj.
gen. εκτροπή ισχύος
el. αιχμή
stat., scient. βιασμός
uitschieters adj.
IT, el. κορυφές τάσης
stat. ακραίες τιμές
stat., scient. παρεκτρεπόμενη τιμή
uitschieten
: 2 phrases in 2 subjects
Life sciences1
Statistics1