DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
uitschakeltijd adj.
earth.sc., el. χρόνος επενέργειας διακοπής; χρόνος μετάβασης σε κατάσταση αποκοπής
el. χρόνος διακοπής; χρόνος λειτουργίας; χρόνος υστέρησης απόσυνδεσης
uitschakeltijd
: 2 phrases in 1 subject
Electronics2