DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
uitschakeling m
gen. κράτηση; αποσύνδεση
commun. απενεργοποιώ; ματαιώνω
earth.sc., el. διακοπή
el. χειροκίνητος αποσύνδεση; χειροκίνητος απόζευξη
transp. διακοπή τροφοδοσίας
uitschakeling
: 29 phrases in 9 subjects
Chemistry1
Communications3
Earth sciences2
Electronics9
General3
Information technology5
Labor law1
Mechanic engineering1
Transport4