DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
uitgroeisel n
med. έκφυσις; όγκος; έκφυση; ανώμαλη ανάπτυξη ιστού
nat.sc. έκφυμα (excrescentia)
nat.sc., agric. εκβλάστημα; εξόγκωση
uitgroeisels n
agric. προεξοχές