DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
uitgaven | voor
 voor
agric. αυλάκι
 voorgespannen
construct. προεντεταμένος
 voorkomen
gen. πρόληψη
 voorschrijven
med. χορηγώ
 voorspannen
construct. προεντείνω
industr. construct. met. σκλήρυνση; θερμική σκλήρυνση
 voorspellen
environ. πρόβλεψη/πρόγνωση
math. πρόβλεψη
 voorste
gen. πρόσθιος
| lokaal vervoer
 lokaal vervoer
transp. εξυπηρέτηση περιοχής
- only individual words found