DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
tuinbouw m
agric. ειδικός επί των αγροτικών θεμάτων; αγροτικός εμπειρογνώμονας; αγροτικός σύμβουλος; γεωργικός σύμβουλος
agric., food.ind. λαχανοκομία f
econ. κηποκομία f
environ. κηπουρική; κηπευτική; φυτοκομία f; κηπουρική/φυτοκομία/κηπευτική
tuinbouw
: 16 phrases in 7 subjects
Agriculture9
Construction1
Economics1
Environment2
Labor law1
Natural sciences1
School1