Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Afrikaans
Arabic
Catalan
Chinese
Danish
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Icelandic
Irish
Italian
Japanese
Korean
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
Swedish
Turkish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
trom
v
cultur.
κάσα
;
μεγαλοτύμπανο
;
τύμπανο
trimmen
v
el.
λεπτή ρύθμιση συντονισμού
math.
γαρνίρισμα
mech.eng.
έλεγχος στάσης πρόνευσης
met.
τελική διάτμηση
transp.
φορτώνω πλοίο ισοβύθιστα
;
κατανέμω ομοιόμορφα το φορτίο στο πλοίο
transp., avia.
Αντιστάθμιση
transp., mater.sc.
να προσαρμοσθεί
;
να τριμαρισθεί
trim
v
earth.sc., transp.
αντιστάθμιση
industr., construct.
ξακρίδια πολτού στο πλέγμα
transp., avia.
Αντιστάθμιση
transp., nautic., fish.farm.
διαγωγή
tremmen
v
transp.
φορτώνω πλοίο ισοβύθιστα
;
κατανέμω ομοιόμορφα το φορτίο στο πλοίο
trompen
v
met.
διαμόρφωση απολήξεων με κάμψη
trom
:
15 phrases
in 8 subjects
Agriculture
4
Cultural studies
1
Earth sciences
1
Economy
1
Health care
1
Information technology
2
Mechanic engineering
2
Transport
3
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips