DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
trekplaat f
construct. ελκυστήρ ζευκτού
industr., construct. φιλιέρα; τεμάχιο διαχωρισμού; σαϊτα στέγης; συνδετική δοκός; ταμπάνι στέγης; αμφιδέτης; σαϊτα; ταμπάνι; συρματωτήρας; τεμάχιο απόστασης
mech.eng. συρματωτήρας εφελκυσμού