DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
trekker m
transp., agric. ελκυστήρας f
trekker adj.
gen. σκανδάλη
construct. αγκύριο
fin. εκδότης
industr., construct. καθαριστήρας υγρών επιφανειών
mech.eng. χειροκίνητος εξολκέας; νύχι
transp. ποδωστήριο σκανδάλης; όχημα-ελκυστήρας
transp., agric. τρακτέρ
trekker op
: 8 phrases in 3 subjects
Agriculture2
Industry1
Transport5