DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
trekken v
chem. ολκή
hobby πεζοπορία
industr. διέλκυση
industr., construct. κύρτωση ξύλου; κυματισμός
industr., construct., met. τράβηγμα
market., fin. εκδίδω συναλλαγματική
mech.eng. έλξη
met., mech.eng. συγκόλληση
social.sc. φουμάρω
trek v
agric. διχτιά; ψαριά
agric., industr. ρουφηξιά; τράβηγμα
chem., el. ελκυσμός
coal. εξολκέας
environ. μετανάστευση ζώων
fish.farm. αλίευμα; καλάδα; διχτυά; αλιευτική δραστηριότητα; ανέλκυση των δικτύων
industr., construct. οπισθέλκουσα δύναμη; άνοιγμα
mech.eng. πέρασμα; αναρρόφηση; εισροή
mun.plan., earth.sc. ένταση ρεύματος αέρα
trekker adj.
gen. σκανδάλη
construct. αγκύριο
fin. εκδότης
industr., construct. καθαριστήρας υγρών επιφανειών
mech.eng. χειροκίνητος εξολκέας; νύχι
transp. ποδωστήριο σκανδάλης; όχημα-ελκυστήρας
transp., agric. τρακτέρ
trekken
: 187 phrases in 24 subjects
Accounting1
Agriculture28
Business1
Chemistry1
Coal1
Communications2
Earth sciences1
Economy8
Electronics13
General6
Government, administration and public services1
Industry23
Information technology1
Labor law2
Law2
Life sciences2
Materials science2
Mechanic engineering9
Metallurgy12
Microsoft1
Natural sciences11
Patents1
Statistics8
Transport50