DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
trein
 trein
environ. αμαξοστοιχία; συρμός; αμαξοστοιχία/συρμός
bestaande | uit
 Uitdoven
gen. ασφυξία
 uitblazen
construct. καθαρισμός με πίεση
industr. construct. met. τελικό φύσημα; ξεφύσημα κυλίνδρου
mater.sc. εμφύσηση
treindelen | voor
 voor
agric. αυλάκι
verschillende bestemmingen
- only individual words found

noun | verb | to phrases
trein m
environ. αμαξοστοιχία; συρμός; αμαξοστοιχία/συρμός
treinstellen v
transp. οχήματα αυτοκινητάμαξας; ωτομοτρίς
trein
: 183 phrases in 4 subjects
Communications5
Hobbies and pastimes1
Information technology1
Transport176