steen | |
commun. | μαρμάρινη πλάκα πιεστηρίου; κομμάτια που διατηρούνται και μετά την εκτύπωση; μάρμαρο |
construct. | οπτόπλινθος |
econ. | πέτρα |
environ. | λίθος; πέτρωμα/βράχος; λίθος |
vereniging | |
econ. | ένωση |
voorkoming | |
environ. | πρόληψη/προφύλαξη |
tracergas %RF Ir.M.Van der Steen,Nationale Vereniging tot Voorkoming van : 2 phrases in 1 subject |
Materials science | 2 |