DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
tonrondte v
transp. αρνητικό βέλος; κύρτωμα; υπερύψωση
transp., construct. κύρτωμα στέψεως αναχώματος; καμπύλωση στέψεως αναχώματος; κατά πλάτος κύρτωσις οδοστρώματος
tonrondte
: 1 phrase in 1 subject
Chemistry1