toets | |
gen. | πλήκτρο |
commun. | διακόπτης μοχλού; κλείδα |
comp., MS | κουίζ |
cultur. | πλήκτρο του πληκτρολογίου; δακτυλοθέσιο; τάσι; τάστο |
| |||
πλήκτρο m | |||
διακόπτης μοχλού; κλείδα f | |||
κουίζ | |||
πλήκτρο του πληκτρολογίου; δακτυλοθέσιο; τάσι; τάστο | |||
δοκιμή |
toets van : 85 phrases in 3 subjects |
Information technology | 3 |
Mathematics | 26 |
Statistics | 56 |