DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
toegangsluik adj.
agric. στόμιο προσπέλασης; στόμιο καθόδου με κάλυμμα; άνοιγμα προσπέλασης
mech.eng., construct. καταπακτή εξόδου κινδύνου; καταπακτή προσβάσεως
transp., avia. θυρίδα πρόσβασης