DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
timmerhout n
construct. δομήσιμη ξυλεία; δομήσιμος ξυλεία; ξύλο κατασκευών; ξύλο κουφωμάτων; ξύλο οικοδομών; ξύλο σκαλωσιάς; ξυλεία για ικριώματα; ξυλεία για κατασκευές; ξυλεία για σκαλωσιές
econ. οικοδομική ξυλεία
transp. πριστή ξυλεία
wood. ξυλουργικό ξύλο; ξύλο ξυλουργικής
timmerhout
: 6 phrases in 3 subjects
Agriculture2
Construction1
Industry3