DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
telwerk n
gen. διάταξη αθροίσεως
earth.sc. διάταξη συνολικής αθροίσεως
earth.sc., tech. καταχωρητής
el. μικρή συσκευή που λειτουργεί με ωρολογιακό μηχανισμό; χρονοδιακόπτης
IT, tech. αθροιστής
mater.sc., mech.eng. μετρητής
telwerk
: 4 phrases in 3 subjects
General2
Technology1
Transport1