DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
tekort n
gen. υστέρηση
econ. έλλειμμα
transp. ανεπάρκεια
tekortenondermaat n
fin. πλεόνασμα,ελλείμματα,υποκαταστάσεις ή άλλες παρατυπίες όπως το μη αλύμαντο των σφραγίδων
tekort
: 60 phrases in 13 subjects
Agriculture10
Commerce2
Economy11
Employment2
Finances14
General1
Human rights activism1
International trade3
Law5
Marketing3
Natural sciences2
Politics2
Social science4