DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
talon m
fin. στέλεχος τίτλου που παρέχει το δικαίωμα λήψης νέων φύλλων τοκομεριδίων ή μερισματαποδείξεων
industr., construct., chem. TακούνιαMηχ.διαμαντέ