DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
stuurwiel adj.
mech.eng. τροχός οδήγησης; οδηγός-τροχός
transp. τροχός καθοδήγησης; μακαράς; τρόχιλος; τιμόνι; ρόδα τιμονιού; συμπεριφορά του πηδαλίου διεύθυνσης σε περίπτωση πρόσκρουσης; οιακοστρόφιο
stuurwiel
: 7 phrases in 3 subjects
General1
Mechanic engineering1
Transport5