DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
stuiklas n
gen. εσωραφή συγκολλήσεως
el. θερμοσυγκόλληση άκρων
met. αρμοκαλύπτρα; αρμοκάλυμμα; αρμοκάλυπτρο