DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
stuik m
agric. θημωνιά; σωρός δεματιών σίτου
met. αρμοκάλυμμα; αρμοκάλυπτρο; μετωπιαία σύνδεση
stuik v
agric. χειρόβολα
met. συναρμογή κατ'άκρα; αρμοκαλύπτρα
stuiken v
agric. κάνω θημωνιές; θημωνιάζω
industr., construct. ευθυγράμμιση άκρων
met. συνδέω; συμπίεση
met., el. σύνθλιψη
met., mech.eng. σφυροκοπώ
stoken v
transp. τροφοδοτώ τη φωτιά; επιβλέπω τη φωτιά; προσέχω τη φωτιά
transp., mater.sc. επίβλεψη και τροφοδοσία της πυράς
stuik
: 17 phrases in 7 subjects
Chemistry1
Communications1
Industry4
Materials science1
Mechanic engineering2
Metallurgy7
Technology1