DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
stroombreker m
construct. εμπρόσθιο ράμφος βάθρου
el. διακόπτης εντός-εκτός; διακόπτης
stroombrekers m
transp., construct. δοκοί διανομής κρουστικών φορτίων