DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
stroom v
gen. ροή/παροχή υγρού
account., environ. πλημύρα; κατακλυσμός; πλημυρίδα
environ. ροή; παροχή υγρού
IT ποταμοειδής εμφάνιση; ποταμοειδής εμφάνιση κειμένου
life.sc. υδατόρρευμα,ποταμός,ρεύμα,ροή,υδατίνη δέσμη
phys.sc., el. ρεύμα; ένταση ρεύματος; ηλεκτρικό ρεύμα; ηλεκτρική ενέργεια
stroom
: 236 phrases in 27 subjects
Accounting1
Agriculture1
Chemistry3
Commerce1
Communications5
Earth sciences29
Economy16
Electronics85
Energy industry7
Environment12
Finances8
General4
Health care1
Immigration and citizenship1
Industry2
Information technology15
International trade1
Labor law1
Life sciences6
Mechanic engineering3
Metallurgy9
Microsoft1
Natural sciences1
Physical sciences4
Technology2
Transport15
Work flow2