DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
strook f
agric., construct. λωρίδα μεταξύ αναχωμάτων
commun. διάταξη με οριολωρίδα συνδέσεων; πεδίο; πίνακας
fin. στέλεχος τίτλου που παρέχει το δικαίωμα λήψης νέων φύλλων τοκομεριδίων ή μερισματαποδείξεων
IT, tech. ζώνη
met. επίμηκες έλασμα; λάμα
transp. βλήτρο
transp., mil., grnd.forc. λωρίδα κυκλοφορίας
strook
: 36 phrases in 13 subjects
Agriculture9
Communications1
Construction2
Cultural studies4
Environment1
General1
Hobbies and pastimes1
Industry6
Information technology3
Life sciences2
Medical1
Metallurgy1
Transport4