DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
stroming
 stroming
gen. ροή; ροή/παροχή υγρού
industr. construct. met. ρεύμα
| door
 doordraaien
mech.eng. στεγνή περιστροφή του κινητήρα
 doordrenken
life.sc. industr. construct. εμβαπτίζω
 doorgaan
agric. σύρομαι προς το σκάφος
transp. ανεβαίνω; σύρομαι
 doorgeven
IT εκπομπή
enkele | grote
 Groter
comp., MS Μεγάλο μέγεθος
kanalen
- only individual words found

to phrases
stroming f
gen. ροή; ροή/παροχή υγρού
industr., construct., met. ρεύμα
transp., chem. διαδρομή
stroming door enkele grote
: 1 phrase in 1 subject
Transport1