DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
strik v
agric. δόκανο; παγίδα
hobby βρόχος
strike adj.
fin. τιμή δείκτη που προκαλεί την εξάσκηση δικαιώματος
fin., account. τιμή άσκησης του δικαιώματος; τιμή εξάσκησης
industr., construct. αρχικός ρυθμός βαφής
strik
: 1 phrase in 1 subject
General1