DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
stort v
gen. απόρριψη σε χωματερή
environ. χώρος διάθεσης απορριμμάτων; χωματερή
environ., coal. χώρος συσσώρευσης σκάρτων; σωρός απορριμμάτων μεταλλείου; σωρός απορριμμάτων; σωροί άνθρακα
transp., construct. απόθεση προϊόντων ανόρυξης
storten v
environ. απόρριψη; απόθεση; εκκένωση; εκφόρτωση; καταβύθιση; πόντιση; απόρριψη/εκφόρτωση/απόθεση/εκκένωση/καταβύθιση; υγειονομική ταφή των αποβλήτων
law, environ., min.prod. απόρριψη ; ηθελημένη ρίψη καταλοίπων στη θάλασσα
stort
: 84 phrases in 15 subjects
Accounting4
Agriculture1
Business2
Coal1
Construction8
Economy2
Environment37
Finances5
General5
Insurance1
Law2
Marketing3
Medical1
Transport11
Waste management1