DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
storing f
gen. ανεπάρκεια
coal., el. διαταραχή
commun. παρεμβολή; αποτυχία; βλάβη
commun., IT αποτυχία' βλάβη
commun., tech. βλάβη υλικού; Σφάλμα υλικού; αστοχία
el. συμβάν
environ. σφάλμα; δυσλειτουργία/ελαττωματική λειτουργία; βραχυκύκλωμα; ελάττωμα; ρήγμα; ρηγμάτωση; ρωγμή
IT σφάλμα προγραμματισμού
mech.eng. ανωμαλία
transp. διακοπή; ενόχληση; λειτουργική ανωμαλία
transp., tech. δυσλειτουργία
veiligheidsstoring f
gen. βλάβη ασφαλιστικού μηχανισμού
storing t.g.v.abiotische
: 1 phrase in 1 subject
Pharmacy and pharmacology1