DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
stopper m
agric. μπότσοςκν.; έχμα; ανασχετήρας
fish.farm. εμπλοκέας
industr., construct. ωστήριο
med. κόπανος
transp., nautic. κατοχέας; αναστολέας
stopper
: 1 phrase in 1 subject
Labor law1