DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
stoppen v
chem., construct. στοκάρισμα
industr., construct. δίωξη σαΐτας; επιφανειακή πλήρωση
industr., construct., met. λείανση πώματος
met. βουλώνω
pharma. παύση πρόκλησης
transp. ελέγχω; εξελέγχω
transp., mil., grnd.forc. στάθμευση; στάση
stop v
chem. έμφραγμα
chem., el. στυπιοθλίπτης εκτόνωσης
commun. φις
commun., IT σήμα λήξεως
industr., construct. βύσμα
IT, dat.proc. αναστολή
mater.sc. καπάκι με χειρολαβή; πώμα με λαβή
mech.eng. στόπερ; αντιστήριγμα
met. πώμα; βούλωμα; κεφαλή ανακοπής; έμφραξη; στόπερ κεφαλής
nucl.phys. κράτηση αντιδραστήρα
transp. στάσις
Stop v
commer. Πώμα εισχώρησης
Stoppen v
comp., MS Διακοπή
stoppen
: 145 phrases in 20 subjects
Agriculture6
Chemistry1
Coal2
Communications26
Earth sciences6
Ecology2
Electronics8
Environment1
Finances10
General1
Health care3
Industry18
Information technology10
Insurance1
Law2
Materials science3
Mechanic engineering13
Metallurgy1
Microsoft1
Transport30