DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
stopcontact n
gen. ρευματοδότης; παροχή ρεύματος; πρίζα
earth.sc., el. τυφλός ρευματοδότης
el. ηλεκτρική πρίζα; βύσμα επαφής
mech.eng., el. συζευκτήρας καλωδίων
stopcontact
: 4 phrases in 3 subjects
Cultural studies1
Electronics2
Mechanic engineering1