DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
stoomgenerator m
agric. γεννήτρια ατμού; λέβητας παραγωγής ατμού
environ. ατμογεννήτρια f; ατμολέβητας f; ατμογεννήτρια/ατμολέβητας f
stoomgenerator
: 2 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering1
Nuclear physics1