DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
stomp m
agric. μηρός; ρίζα,πρέμνον νεκρού δένδρου,κοπέντος εις πολύ ύψος
industr., construct. ματ; θαμπός
med. κολόβωμα ακρωτηριασμού; κολόβωμα
transp. πτερύγιο ευστάθιας
stomp
: 30 phrases in 9 subjects
Chemistry2
Earth sciences1
Electronics1
General1
Industry1
Medical4
Metallurgy4
Natural sciences3
Transport13