DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
stomen v
chem. στεγνό καθάρισμα ρούχων
stomen adj.
agric. επεξεργασία με ατμό; ζεμάτιασμα; άτμιση
agric., fish.farm. πορεία
chem. αποστειρώνω σε αυτόκαυστο; αποστειρώνω σε αυτόκλειστο; χημικός καθαρισμός ρούχων
mun.plan., agric. ψήσιμο
stomen
: 10 phrases in 4 subjects
Agriculture6
Chemistry2
General1
Industry1