| |||
κοτάναθρο; κούρνια | |||
| |||
κληματίδα | |||
| |||
μόσχευμα; μόσχευμα φυτικός πολλαπλασιασμός | |||
| |||
μόσχευμα | |||
σωρός στρωτήρων | |||
| |||
αφαίρεση τμήματος οργανικού ιστού παραφυάδας; πολλαπλασιασμός με μόσχευμα |
stok : 13 phrases in 3 subjects |
Agriculture | 11 |
Health care | 1 |
Life sciences | 1 |