DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
stelpen v
industr., construct. βάκτρο ρύθμισης; στέλεχος ρύθμισης
mech.eng. περόνη; πείρος συναρμογής; πείρος
transp., mech.eng. πείρος συναρμολόγησης
stelpen
: 1 phrase in 1 subject
Medical1