DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
steken v
agric. τραβέρσοκν.
anim.husb., food.ind. σφαγή-αφαίμαξη
cultur. χαράσσω,εγχαράσσω,αναγλύφω; χαράσσω γράμματα,σχήματα,σε ξύλο,μέταλλο,πέτρα
health. αποκεφαλισμός; σφαγή
industr., construct. λάξευση; κατασκευή εντομών
met. σχηματισμός προφίλ; σχηματισμός "λαιμού" στην επιφάνεια ενός κυλίνδρου
met., mech.eng. πλάνιση εμβολισμού; κάθετη πλάνιση εμβολισμού
nat.sc., agric. σφάζω
steek v
agric. τσαπιά
construct. λόγος υπερυψώσεως
el. απόσταση
industr., construct. θηλειά; πλέξη; πόντος
industr., construct., chem. βήμα κοχλία
IT πολυπλοκότητα τσιπ; πυκνότητα τσιπ
mech.eng. αρχικό βήμα; βήμα; περιφερειακό βήμα
mech.eng., el. βήμα κοπτικής οδόντωσης; βήμα οδόντων
met., mech.eng. βήμα κοπτικών ακμών
staken v
law, lab.law. απεργώ; συμμετέχω σε απεργιακή κινητοποίηση
mater.sc., construct. μικροί πάσσαλοι
steek... v
mech.eng. αρχικός...
steken adj.
agric. αντιμονή
steken
: 56 phrases in 14 subjects
Agriculture1
Economy2
Environment1
Finances2
Industry18
Labor law1
Law1
Leather4
Life sciences2
Mechanic engineering7
Metallurgy3
Natural sciences2
Technology4
Transport8