DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
steekproef f
econ. στατιστική δειγματολειπτική έρευνα
el. δοκιμή με δειγματοληψία
environ. τυχαία δοκιμασία; τυχαία δοκιμασία δοκιμή
fin., polit. δειγματοληψία f
IT τυχαίο δείγμα
math. δείγμα
stat. δειγματοληπτική μέθοδος
stat., immigr. αιφνιδιαστικός έλεγχος; τυχαίος έλεγχος
steekproeven f
mech.eng., el. δοκιμές δειγμάτων
steekproef
: 145 phrases in 14 subjects
Accounting1
Agriculture1
Chemistry2
Economics1
Electronics1
Finances1
General1
Information technology1
Law1
Mathematics13
Microsoft1
Natural sciences1
Social science1
Statistics119