DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
statutair kapitaal
gen. χρηματιστηριακό κεφάλαιο
fin., account. δυνητικό κεφάλαιο; εγκεκριμένο κεφάλαιο; εγκριθέν κεφάλαιο
law, fin., busin. εταιρικό κεφάλαιο; μετοχικό κεφάλαιο; ονομαστικό κεφάλαιο