DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
statief n
gen. ρυθμιζόμενο υποστήριγμα; υποστάτης; ρυθμιζόμενη βάση
med. υποστήριγμα
statief
: 5 phrases in 4 subjects
Cultural studies2
General1
Industry1
Technology1