DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | noun | to phrases
stapel v
agric. στοίβα; στοίβες φιαλών
agric., construct. στοιβάς
agric., industr. μπασκί
comp., MS ομάδα καρτών; δέσμη
environ. φρέαρ υψικαμίνου/θημωνιά/σωρός/στοίβα
industr., construct. γενειάδα; δεσμίδα ινών; μήκος ινών
IT, dat.proc. σωρός; συσσώρευση
stapelen v
agric. στοίβαγμα; τοποθέτηση των φιαλών σε επάλληλες σειρές; επισώρευση
agric., chem., mech.eng. στοιβασία
el. στοίβαξη
environ. φρέαρ υψικαμίνου/θημωνιά/σωρός/στοίβα
industr., construct., met. στοίβαγμαστην αποθήκη
IT, tech. πολύπλεξη; πολυπλεξία; πολυσυσχετισμός
mater.sc., mech.eng. στοιβάζω; συσσωρεύω; προσφερόμενος για στοίβαγμα
 Dutch thesaurus
stapel abbr.
abbr., comp., MS Deck; Cue
stapel
: 29 phrases in 12 subjects
Agriculture11
Chemistry1
Electronics1
Environment1
Forestry1
Industry4
Information technology2
Materials science1
Metallurgy1
Microsoft2
Mineral products1
Transport3